- μονοτύπης
- ο полигр, монотипист
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονοτύπης — ο τυπογράφος ειδικευμένος στη μονοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τύπης (< τύπτω), πρβλ. φωτο τύπης, χαλκο τύπης] … Dictionary of Greek
μονοτύπης — ο τυπογράφος που είναι ειδικευμένος στη μονοτυπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek